- ἀνοικειότης
- ἀνοικ-ειότης, ητος, ἡ,A ineptitude, Eustr.in EN364.18.2 incongruity, Iamb.Myst.1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνοικειότης — ineptitude fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοικειότητα — ἀνοικειότης ineptitude fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοικειότητα — η (Μ ἀνοικειότης) απρέπεια, ακοσμία, ασχημοσύνη … Dictionary of Greek